κλιμακτηρίζω

κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρίζω και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ]
εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”